- αναθρεψω
- ἀναθρέψωfut. к ἀνατρέφω См. ανατρεφω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀναθρέψω — ἀνατρέφω bring up aor subj act 1st sg ἀνατρέφω bring up fut ind act 1st sg ἀνατρέφω bring up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… … Dictionary of Greek